- επικωλύω
- ἐπικωλύω (Α) [κωλύω]παρεμποδίζω, παρεμβάλλω εμπόδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικεκωλῦσθαι — ἐπικωλύω hinder perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικωλύσει — ἐπικωλύ̱σει , ἐπικωλύω hinder aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικωλύ̱σει , ἐπικωλύω hinder fut ind mid 2nd sg ἐπικωλύ̱σει , ἐπικωλύω hinder fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικωλύῃ — ἐπικωλύ̱ῃ , ἐπικωλύω hinder pres subj mp 2nd sg ἐπικωλύ̱ῃ , ἐπικωλύω hinder pres ind mp 2nd sg ἐπικωλύ̱ῃ , ἐπικωλύω hinder pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκώλυον — ἐπεκώλῡον , ἐπικωλύω hinder imperf ind act 3rd pl ἐπεκώλῡον , ἐπικωλύω hinder imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek
οὑπικωλύσων — ἐπικωλύ̱σων , ἐπικωλύω hinder fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκεκώλυντο — ἐπεκεκώλῡντο , ἐπικωλύω hinder plup ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκωλύοντο — ἐπεκωλύ̱οντο , ἐπικωλύω hinder imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκώλυε — ἐπεκώλῡε , ἐπικωλύω hinder imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκώλυσα — ἐπεκώλῡσα , ἐπικωλύω hinder aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)